-
1 υποκαθιζω
тж. med.1) садиться в засадуὑποκαθίσας Polyb. — спрятавшись в засаде2) оседать, опускатьсяτὰ βαρύτατα ὑπεκάθιζεν Plut. — самые тяжелые вещества осели;
τὰ ὑποκαθίζοντα Plut. — осадок
См. также в других словарях:
υποκαθίζω — ΜΑ [καθίζω] τοποθετώ κάποιον σε ενέδρα αρχ. 1. (αμτβ.) α) ενεδρεύω, ελλοχεύω β) κατακαθίζω («τὰ μείζοντα καὶ βαρύτατα πάντως ύπεκάθιζεν», Πλούτ.) 2. μέσ. ὑποκαθίζομαι τοποθετούμαι σε ενέδρα … Dictionary of Greek